- αμανατιτζής
- και -νετιτζής, οαυτός που παίρνει από κάποιον κάτι ως ενέχυρο, ο ενεχυροδανειστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμανάτι + παραγ. κατάλ. -τζής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμανάτι — και αμανέτι, το 1. ενέχυρο, υποθήκη, παρακαταθήκη 2. πρόσωπο που εμπιστεύεται κανείς στη φροντίδα και επιμέλεια άλλου 3. (και μτφ. στη φράση) «έμεινα αμανάτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanet «κατάθεση, παρακαταθήκη». ΠΑΡ. νεοελλ. αμανατιτζής] … Dictionary of Greek